σωρεύεται

σωρεύεται
σωρεύω
heap
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοπροθέσιον — κοπροθέσιον, τὸ (M) τόπος όπου σωρεύεται κοπριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + θέσιον (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ελαιο θέσιον, χαλκο θέσιον] …   Dictionary of Greek

  • κοπρώνας — ο (ΑM κοπρών, ῶνος) [κόπρος (Ι)] 1. τόπος όπου αποπατούν, αποχωρητήριο, αφοδευτήριο 2. τόπος όπου συσσωρεύονται ακαθαρσίες και δύσοσμες ύλες νεοελλ. τόπος όπου σωρεύεται κοπριά που προορίζεται για λίπασμα αρχ. παροιμ. «εἰς κοπρῶνα θυμιᾱν» λέγεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”